- ἀγαλματοποιικός
- ἀγαλματο-ποιικός,A = -ποιητικός, Poll.1.13: -ποϊκόν, τό, sculptor's fee, IG1.324.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαλματοποιικός — ἀγαλματοποιικός, ή, όν (Α) [ἀγαλματοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαλματοποιία και τον αγαλματοποιό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγαλματοποιική η αγαλματοποιία* 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγαλματοποιικόν αμοιβή αγαλματοποιού … Dictionary of Greek